- νυκτέλιον
- νυκτέλιοςnightlymasc/fem acc sgνυκτέλιοςnightlyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NYCTELIUS — vocatus fuit Bacchus, quod sacra eius noctu fiebant, ῃὺς enim nox est, et τελέω perficio, et sacra peragere etiam significat, unde τελεταὶ pro mysteriis, Anthol. l. 3. Νυκτέλιον, Νόμιον, Νεβρώδεα, Νεβριδόπεπλον. Hinc latex Nyctelius, pro vino,… … Hofmann J. Lexicon universale
νυκτέλιος — νυκτέλιος, ον (Α) 1. (ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) νυκτερινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυκτέλια (ενν. ἱερά) γιορτή που τελούσαν προς τιμή τού θεού Διονύσου και η οποία ονομάστηκε έτσι, επειδή συνήθως γινόταν κατά τη διάρκεια τής νύχτας 3 … Dictionary of Greek